ξένο

ξένο
Χημικό στοιχείο, αέριο, με σύμβολο Xe. Ανήκει στη μηδενική ομάδα του περιοδικού συστήματος, όπως και τα άλλα ευγενή αέρια (ήλιο, νέο, αργό, κρυπτό και ραδόνιο). Έχει ατομικό αριθμό 54 και ατομικό βάρος 131,3. Ελάχιστα ίχνη του (αναλογία 0,000009% βάρους) βρίσκονται στον αέρα. Είναι γνωστά 9 ισότοπα του, όλα σταθερά, και έχουν παρασκευαστεί ραδιενεργά ισότοπα του. Το ξ. είναι αέριο άχρωμο, άοσμο, χωρίς γεύση και χημικά αδρανές, θερμοκρασία τήξης του -111,8° και βρασμού του -108,1°. Παράγεται με κλασματική απόσταξη του υγρού ατμοσφαιρικού αέρα. Προέρχεται επίσης και από τα αέρια που παράγονται στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ένωσή του με έξι ή εφτά μόρια νερού (Xe6H2O) που είναι από τις σταθερότερες ενώσεις του. Το ξ. χρησιμοποιείται στις ηλεκτρικές λυχνίες αερίων (για φωτεινές διαφημίσεις κλπ.) και δίνει μενεξεδένιο χρώμα. Χρησιμοποιείται επίσης και ως αναισθητικό (προκαλεί γενική αναισθησία, χωρίς μάλιστα ανεπιθύμητες παρενέργειες στο αναπνευστικό και στο κυκλοφοριακό σύστημα). Ανακαλύφθηκε το 1898 από τους Άγγλους χημικούς Ου. Ράμσεΰ και Μ. Τράβερς.
* * *
και ξένον, το
χημ.
αμέταλλο και σπανιότατο χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα τών ευγενών αερίων και έχει σύμβολο Xe και ατομικό αριθμό 54.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xenon < ξένον, ουδ. τού επιθ. ξένος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • αμφιφάων — ἀμφιφάων, ουσα, ον και ἀμφιφῶν ῶντος ο (Α) 1. λαμπρός ολοφάνερος 2. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φάων, μτχ. αορ. τού ελλειπτ. ρ. *φάον (πρβλ. Εὐρυ φάων). Η μτχ. ως β΄ συνθετ. απαντά και σε συνηρημένη μορφή στα γνωστά κυρία ονόματα… …   Dictionary of Greek

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”